- μενέαινον
- μενεαίνωdesire earnestlyimperf ind act 3rd pl (homeric ionic)μενεαίνωdesire earnestlyimperf ind act 1st sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μενεαίνω — (Α) 1. δείχνω προθυμία να κάνω κάτι, προθυμοποιούμαι («μενεαίνεις Ἰλίου ἐξαπαλάξαι πτολίεθρον», Ομ. Ιλ.) 2. επιθυμώ σφοδρά κάτι («ἐμοὶ μενέαινον ὄλεθρον», Κόιντ.) 3. οργίζομαι σφοδρά 4. φρ. «κτεινόμενος μενέαινε» ψυχομαχούσε, πεθαίνοντας ανέπνεε… … Dictionary of Greek